Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mazdàico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [mazˈdajko], [madzˈdajko]

ο του παρσισμού (ζωραστρισμού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maya mazdaismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maxillofacciale (επίθ.)
maximum (ουσ αρσ )
maxwell (ουσ αρσ )
maya (ουσ αρσ και θηλ.)
maya (επίθ.)
mazdaico (αρσ. επίθ και ουσ)
mazdaismo (ουσ αρσ )
mazurca (θηλ.ουσ)
mazza (θηλ.ουσ)
mazzacavallo (ουσ αρσ )
mazzafrusto (ουσ αρσ )
mazzapicchio (ουσ αρσ )
mazzata (θηλ.ουσ)
mazzeranga (θηλ.ουσ)
mazzetta (θηλ.ουσ)
mazzetto (ουσ αρσ )
mazziere (ουσ αρσ )
mazzo (ουσ αρσ )
mazzocchio (ουσ αρσ )
mazzolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---