Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaturazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [maturatˈtsjone] 1 ωρίμασμα 2 ωρίμαση 3 γούρμασμα 4 ωρίμανση 5 αναμέστωμα 6 δέσιμο 7 γίνωμα 8 ηλικία της ακμής 9 ωριμότητα 10 μέστωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |