Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmattonifìcio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mattoniˈfiʧo] 1 τουβλάδικο 2 πλινθοποιείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |