ItalianoGreco


mattòide  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [matˈtɔjde]

τρελούτσικος άνθρωπος

mattòide  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [matˈtɔjde]

1 μισότρελος
2 λοξός
3 τρελούτσικος
4 φεγγαριάτικος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---