Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmatto]

τρελός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mattino mattoide  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare matto (per) = τρελαίνομαι (γιά) || andare matto per = ψοφώ για || diventare matto = τρελαίνομαι || essere matto da legare = είμαι για τα σίδερα || far diventare matto = τρελαίνω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mattinale (ουσ αρσ )
mattinale (επίθ.)
mattinata (θηλ.ουσ)
mattiniero (επίθ.)
mattino (ουσ αρσ )
matto (επίθ.)
mattoide (ουσ αρσ και θηλ.)
mattoide (επίθ.)
mattonaia (θηλ.ουσ)
mattonaio (ουσ αρσ )
mattonare (ρ. μτβ.)
mattonato (ουσ αρσ )
mattonato (επίθ.)
mattone (ουσ αρσ )
mattonella (θηλ.ουσ)
mattoniera (θηλ.ουσ)
mattonificio (ουσ αρσ )
mattutino (ουσ αρσ )
mattutino (επίθ.)
maturando (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---