Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàtto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈmatto] τρελός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαandare matto (per) = τρελαίνομαι (γιά) || andare matto per = ψοφώ για || diventare matto = τρελαίνομαι || essere matto da legare = είμαι για τα σίδερα || far diventare matto = τρελαίνω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |