Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmatricìda
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [matriˈʧida] 1 φονιάς της μητέρας του 2 μητροκτόνος 3 μητραλοίας matricìda επίθετο Προσφορά I.P.A.: [matriˈʧida] Μητροκτονικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |