Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


matràccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈtratʧo]

1 φιάλη
2 φλάσκα
3 πλόσκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  matita matriarcale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maternità (θηλ.ουσ)
materno (επίθ.)
materozza (θηλ.ουσ)
matinee (θηλ.ουσ)
matita (θηλ.ουσ)
matraccio (ουσ αρσ )
matriarcale (επίθ.)
matriarcato (ουσ αρσ )
matrice (θηλ.ουσ)
matriciale (επίθ.)
matricida (ουσ αρσ και θηλ.)
matricida (επίθ.)
matricidio (ουσ αρσ )
matricina (θηλ.ουσ)
matricola (θηλ.ουσ)
matricolare (επίθ.)
matricolato (επίθ.)
matricolazione (θηλ.ουσ)
matrigna (θηλ.ουσ)
matrilineare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---