Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


materialìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [materjaˈlistiko]

1 εγκόσμιος
2 ματεριαλιστικός
3 υλιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  materialista materialità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

materiale (ουσ αρσ )
materiale (επίθ.)
materialismo (ουσ αρσ )
materialista (ουσ αρσ και θηλ.)
materialista (επίθ.)
materialistico (επίθ.)
materialità (θηλ.ουσ)
materializzare (ρ. μτβ.)
materializzarsi (ρ.μ. (αντων.))
materializzazione (θηλ.ουσ)
materialmente (επίρ.)
materialone (ουσ αρσ )
maternamente (επίρ.)
maternità (θηλ.ουσ)
materno (επίθ.)
materozza (θηλ.ουσ)
matinee (θηλ.ουσ)
matita (θηλ.ουσ)
matraccio (ουσ αρσ )
matriarcale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---