Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


materialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [materjaliˈta]

1 αισθησιασμός
2 ηδυπάθεια
3 αφροδισιασμός
4 προστυχιά
5 αγαρμποσύνη
6 τραχύτητα
7 χοντροκοπιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  materialistico materializzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

materiale (επίθ.)
materialismo (ουσ αρσ )
materialista (ουσ αρσ και θηλ.)
materialista (επίθ.)
materialistico (επίθ.)
materialità (θηλ.ουσ)
materializzare (ρ. μτβ.)
materializzarsi (ρ.μ. (αντων.))
materializzazione (θηλ.ουσ)
materialmente (επίρ.)
materialone (ουσ αρσ )
maternamente (επίρ.)
maternità (θηλ.ουσ)
materno (επίθ.)
materozza (θηλ.ουσ)
matinee (θηλ.ουσ)
matita (θηλ.ουσ)
matraccio (ουσ αρσ )
matriarcale (επίθ.)
matriarcato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---