Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


materassìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [materasˈsino]

το στρωματάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  materassaio materasso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


materassino [αρσ.] gonfiabile = το φουσκωτό στρώμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

matematica (θηλ.ουσ)
matematicamente (επίρ.)
matematico (ουσ αρσ )
matematico (επίθ.)
materassaio (ουσ αρσ )
materassino (ουσ αρσ )
materasso (ουσ αρσ )
materia (θηλ.ουσ)
materiale (ουσ αρσ )
materiale (επίθ.)
materialismo (ουσ αρσ )
materialista (ουσ αρσ και θηλ.)
materialista (επίθ.)
materialistico (επίθ.)
materialità (θηλ.ουσ)
materializzare (ρ. μτβ.)
materializzarsi (ρ.μ. (αντων.))
materializzazione (θηλ.ουσ)
materialmente (επίρ.)
materialone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---