Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaterassìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [materasˈsino] το στρωματάκι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmaterassino [αρσ.] gonfiabile = το φουσκωτό στρώμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |