Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


matèria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maˈtɛrja]

1 η ύλη
2 (a scuola) το μάθημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  materasso materiale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


materie [θηλ. πλυθ.] prime = οι πρώτες ύλες [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

matematico (ουσ αρσ )
matematico (επίθ.)
materassaio (ουσ αρσ )
materassino (ουσ αρσ )
materasso (ουσ αρσ )
materia (θηλ.ουσ)
materiale (ουσ αρσ )
materiale (επίθ.)
materialismo (ουσ αρσ )
materialista (ουσ αρσ και θηλ.)
materialista (επίθ.)
materialistico (επίθ.)
materialità (θηλ.ουσ)
materializzare (ρ. μτβ.)
materializzarsi (ρ.μ. (αντων.))
materializzazione (θηλ.ουσ)
materialmente (επίρ.)
materialone (ουσ αρσ )
maternamente (επίρ.)
maternità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---