Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmatèria
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [maˈtɛrja] 1 η ύλη 2 (a scuola) το μάθημα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmaterie [θηλ. πλυθ.] prime = οι πρώτες ύλες [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |