Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


matassatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [matassaˈtore]

1 τυλιγάδι
2 τυλιχτάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  matassa matassatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

masturbazione (θηλ.ουσ)
masurio (ουσ αρσ )
matador (ουσ αρσ )
matafione (ουσ αρσ )
matassa (θηλ.ουσ)
matassatore (ουσ αρσ )
matassatura (θηλ.ουσ)
match (ουσ αρσ )
mate (θηλ.ουσ)
matelassé (ουσ αρσ )
matematica (θηλ.ουσ)
matematicamente (επίρ.)
matematico (ουσ αρσ )
matematico (επίθ.)
materassaio (ουσ αρσ )
materassino (ουσ αρσ )
materasso (ουσ αρσ )
materia (θηλ.ουσ)
materiale (ουσ αρσ )
materiale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---