Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màstro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmastro]

1 μεγάλος καλλιτέχνης
2 δεξιοτέχνης
3 μάστορας
4 καθολικόν (λογιστική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mastra masturbare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mastoidectomia (θηλ.ουσ)
mastoideo (επίθ.)
mastoidite (θηλ.ουσ)
mastopatia (θηλ.ουσ)
mastra (θηλ.ουσ)
mastro (αρσ. επίθ και ουσ)
masturbare (ρ. μτβ.)
masturbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
masturbazione (θηλ.ουσ)
masurio (ουσ αρσ )
matador (ουσ αρσ )
matafione (ουσ αρσ )
matassa (θηλ.ουσ)
matassatore (ουσ αρσ )
matassatura (θηλ.ουσ)
match (ουσ αρσ )
mate (θηλ.ουσ)
matelassé (ουσ αρσ )
matematica (θηλ.ουσ)
matematicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---