ItalianoGreco


màstro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmastro]

1 μεγάλος καλλιτέχνης
2 δεξιοτέχνης
3 μάστορας
4 καθολικόν (λογιστική)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---