Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmasticàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [mastiˈkare] μασώ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgomma [θηλ.] da masticare = η τσίχλα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |