Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crepatùra (θηλ.ουσ) créspo (ουσ αρσ )
crêpe (θηλ.ουσ) créspo (επίθ.)
crepitàre (ρ.αμτβ.) crésta, crèsta (θηλ.ουσ)
crepitazióne (θηλ.ουσ) crestàia (θηλ.ουσ)
crepitìo (ουσ αρσ ) crestàto (επίθ.)
crèpito (ουσ αρσ ) crestìna (θηλ.ουσ)
crepuscolàre (αρσ. επίθ και ουσ) crestomazìa (θηλ.ουσ)
crepuscolarìsmo (ουσ αρσ ) créta, crèta (θηλ.ουσ)
crepùscolo (ουσ αρσ ) cretàceo (ουσ αρσ )
crescèndo (ουσ αρσ ) cretàceo (επίθ.)
crescènte (ουσ αρσ ) cretése (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
crescènte (επίθ.) cretinàta (θηλ.ουσ)
crescènza (θηλ.ουσ) cretinerìa (θηλ.ουσ)
créscere (ρ.αμτβ.) cretinétti (ουσ αρσ )
créscere (ρ. μτβ.) cretinìsmo (ουσ αρσ )
crescióne (ουσ αρσ ) cretìno (ουσ αρσ )
créscita (θηλ.ουσ) cretìno (επίθ.)
cresciùto (επίθ.) cretóso (επίθ.)
crèsima, crésima (θηλ.ουσ) crìbbio (επιφ.)
cresimàndo (ουσ αρσ ) cribróso (επίθ.)
cresimàre (ρ. μτβ.) cric (ουσ αρσ )
cresimàrsi (ρ. μ. αμτβ.) cric (ονοματ.)
crèso (ουσ αρσ ) crìcca (θηλ.ουσ)
créspa (θηλ.ουσ) cricchétto (ουσ αρσ )
crespàto (επίθ.) cricchiàre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: