Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcric
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkrik] ο γρύλος cric ονοματοποιία Προσφορά I.P.A.: [ˈkrik] 1 τριζοβόλημα 2 τριγμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |