Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcribróso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kriˈbroso], [kriˈbrozo] 1 τρυπημένος με μικρές τρύπες 2 τρυπητός 3 διάτρητος 4 κατατρυπημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |