Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crìcchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrikkjo]

1 τριζοβόλημα
2 τραγάνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cricchiare cricco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cric (ουσ αρσ )
cric (ονοματ.)
cricca (θηλ.ουσ)
cricchetto (ουσ αρσ )
cricchiare (ρ.αμτβ.)
cricchio (ουσ αρσ )
cricco (ουσ αρσ )
criceto (ουσ αρσ )
crimenlese (ουσ αρσ )
criminale (ουσ αρσ και θηλ.)
criminale (επίθ.)
criminalista (ουσ αρσ και θηλ.)
criminalità (θηλ.ουσ)
criminalizzare (ρ. μτβ.)
criminalizzazione (θηλ.ουσ)
crimine (ουσ αρσ )
criminologia (θηλ.ουσ)
criminologo (ουσ αρσ )
criminosità (θηλ.ουσ)
criminoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---