Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crìmine  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrimine]

το έγκλημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  criminalizzazione criminologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

criminale (επίθ.)
criminalista (ουσ αρσ και θηλ.)
criminalità (θηλ.ουσ)
criminalizzare (ρ. μτβ.)
criminalizzazione (θηλ.ουσ)
crimine (ουσ αρσ )
criminologia (θηλ.ουσ)
criminologo (ουσ αρσ )
criminosità (θηλ.ουσ)
criminoso (επίθ.)
crinale (ουσ αρσ )
crine (ουσ αρσ )
criniera (θηλ.ουσ)
crinito (επίθ.)
crinoidi (ουσ αρσ πληθ.)
crinolina (θηλ.ουσ)
crioanestesia (θηλ.ουσ)
criobiologia (θηλ.ουσ)
criochimica (θηλ.ουσ)
criochirurgia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---