Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crìne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrine]

1 χαίτη
2 μαλλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crinale criniera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

criminologia (θηλ.ουσ)
criminologo (ουσ αρσ )
criminosità (θηλ.ουσ)
criminoso (επίθ.)
crinale (ουσ αρσ )
crine (ουσ αρσ )
criniera (θηλ.ουσ)
crinito (επίθ.)
crinoidi (ουσ αρσ πληθ.)
crinolina (θηλ.ουσ)
crioanestesia (θηλ.ουσ)
criobiologia (θηλ.ουσ)
criochimica (θηλ.ουσ)
criochirurgia (θηλ.ουσ)
criochirurgico (επίθ.)
criochirurgo (ουσ αρσ )
criogenia (θηλ.ουσ)
criogeno (επίθ.)
criolite (θηλ.ουσ)
criometria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---