Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrinièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kriˈnjɛra] 1 χαίτη (αλόγου ή λιονταριού κλπ) 2 ουρά 3 χαίτη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |