Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


criogenìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [krioʤeˈnia]

κρυογενετική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  criochirurgo criogeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

criobiologia (θηλ.ουσ)
criochimica (θηλ.ουσ)
criochirurgia (θηλ.ουσ)
criochirurgico (επίθ.)
criochirurgo (ουσ αρσ )
criogenia (θηλ.ουσ)
criogeno (επίθ.)
criolite (θηλ.ουσ)
criometria (θηλ.ουσ)
criometrico (επίθ.)
criometro (ουσ αρσ )
criopatia (θηλ.ουσ)
crioscopia (θηλ.ουσ)
crioscopico (επίθ.)
crioscopio (ουσ αρσ )
criosonda (θηλ.ουσ)
criostato (ουσ αρσ )
crioterapia (θηλ.ουσ)
cripta (θηλ.ουσ)
criptico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---