Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcriosónda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,krioˈsonda] όργανο κρυοχειρουργικής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |