Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrìsma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkrizma] 1 άγιο μύρο 2 μύρο 3 χρίσμα 4 επίσημη ευλογία 5 συγκατάθεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |