Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crisofìcea  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [krizoˈfiʧea]

χρυσόφυτα (κατηγορία φυτών)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crisoelefantino crisografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

criselefantino (επίθ.)
crisi (θηλ.ουσ)
crisma (ουσ αρσ )
crisoberillo (ουσ αρσ )
crisoelefantino (επίθ.)
crisoficea (θηλ.ουσ)
crisografia (θηλ.ουσ)
crisolito (ουσ αρσ )
cristallaio (ουσ αρσ )
cristalleria (θηλ.ουσ)
cristalliera (θηλ.ουσ)
cristallinità (θηλ.ουσ)
cristallino (ουσ αρσ )
cristallino (επίθ.)
cristallizzabile (επίθ.)
cristallizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cristallizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cristallizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cristallizzazione (θηλ.ουσ)
cristallo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---