Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cristallìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kristalˈlino]

κρυσταλλικός φακός

cristallìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kristalˈlino]

1 κρυστάλλινος
2 κρυσταλλικός
3 διαυγής
4 πεντακάθαρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cristallinità cristallizzabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crisolito (ουσ αρσ )
cristallaio (ουσ αρσ )
cristalleria (θηλ.ουσ)
cristalliera (θηλ.ουσ)
cristallinità (θηλ.ουσ)
cristallino (ουσ αρσ )
cristallino (επίθ.)
cristallizzabile (επίθ.)
cristallizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cristallizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cristallizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cristallizzazione (θηλ.ουσ)
cristallo (ουσ αρσ )
cristallografia (θηλ.ουσ)
cristallografico (επίθ.)
cristallografo (ουσ αρσ )
cristalloide (αρσ. επίθ και ουσ)
cristianamente (επίρ.)
cristianeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cristianesimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---