Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cristallògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kristalˈlɔgrafo]

κρυσταλλογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cristallografico cristalloide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cristallizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cristallizzazione (θηλ.ουσ)
cristallo (ουσ αρσ )
cristallografia (θηλ.ουσ)
cristallografico (επίθ.)
cristallografo (ουσ αρσ )
cristalloide (αρσ. επίθ και ουσ)
cristianamente (επίρ.)
cristianeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cristianesimo (ουσ αρσ )
cristianità (θηλ.ουσ)
cristianizzare (ρ. μτβ.)
cristiano (ουσ αρσ )
cristiano (επίθ.)
cristiano–sociale (επίθ.)
Cristo (αρσ. επίθ και ουσ)
cristo (επιφ.)
cristocentrismo (ουσ αρσ )
cristolatria (θηλ.ουσ)
cristologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---