Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cristallizzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kristalliddzaˈtore]

1 αγγείο κρυστάλλωσης
2 κρυσταλλωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cristallizzarsi cristallizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cristallino (ουσ αρσ )
cristallino (επίθ.)
cristallizzabile (επίθ.)
cristallizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cristallizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cristallizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cristallizzazione (θηλ.ουσ)
cristallo (ουσ αρσ )
cristallografia (θηλ.ουσ)
cristallografico (επίθ.)
cristallografo (ουσ αρσ )
cristalloide (αρσ. επίθ και ουσ)
cristianamente (επίρ.)
cristianeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cristianesimo (ουσ αρσ )
cristianità (θηλ.ουσ)
cristianizzare (ρ. μτβ.)
cristiano (ουσ αρσ )
cristiano (επίθ.)
cristiano–sociale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---