Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crìsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrizi]

η κρίση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  criselefantino crisma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

criptografia (θηλ.ουσ)
cripton (ουσ αρσ )
crisalide (θηλ.ουσ)
crisantemo (ουσ αρσ )
criselefantino (επίθ.)
crisi (θηλ.ουσ)
crisma (ουσ αρσ )
crisoberillo (ουσ αρσ )
crisoelefantino (επίθ.)
crisoficea (θηλ.ουσ)
crisografia (θηλ.ουσ)
crisolito (ουσ αρσ )
cristallaio (ουσ αρσ )
cristalleria (θηλ.ουσ)
cristalliera (θηλ.ουσ)
cristallinità (θηλ.ουσ)
cristallino (ουσ αρσ )
cristallino (επίθ.)
cristallizzabile (επίθ.)
cristallizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---