Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crìpto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkripto]

κρυπτόν (χημικό στοιχείο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  criptico criptocomunista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

criosonda (θηλ.ουσ)
criostato (ουσ αρσ )
crioterapia (θηλ.ουσ)
cripta (θηλ.ουσ)
criptico (επίθ.)
cripto (ουσ αρσ )
criptocomunista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
criptogenetico (επίθ.)
criptografia (θηλ.ουσ)
cripton (ουσ αρσ )
crisalide (θηλ.ουσ)
crisantemo (ουσ αρσ )
criselefantino (επίθ.)
crisi (θηλ.ουσ)
crisma (ουσ αρσ )
crisoberillo (ουσ αρσ )
crisoelefantino (επίθ.)
crisoficea (θηλ.ουσ)
crisografia (θηλ.ουσ)
crisolito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---