Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcretóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kreˈtoso], [kreˈtozo] 1 αποτελούμενος από πηλό 2 γυψώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |