Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cretóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kreˈtoso], [kreˈtozo]

1 αποτελούμενος από πηλό
2 γυψώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cretino cribbio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cretineria (θηλ.ουσ)
cretinetti (ουσ αρσ )
cretinismo (ουσ αρσ )
cretino (ουσ αρσ )
cretino (επίθ.)
cretoso (επίθ.)
cribbio (επιφ.)
cribroso (επίθ.)
cric (ουσ αρσ )
cric (ονοματ.)
cricca (θηλ.ουσ)
cricchetto (ουσ αρσ )
cricchiare (ρ.αμτβ.)
cricchio (ουσ αρσ )
cricco (ουσ αρσ )
criceto (ουσ αρσ )
crimenlese (ουσ αρσ )
criminale (ουσ αρσ και θηλ.)
criminale (επίθ.)
criminalista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---