Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcretìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kreˈtino] ο βλάκας cretìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kreˈtino] ηλίθιος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |