Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


créta, crèta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkreta], [ˈkrɛta]

1 (materiale) η άργιλος
2 (isola) η Κρήτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crestomazia cretaceo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cresta (θηλ.ουσ)
crestaia (θηλ.ουσ)
crestato (επίθ.)
crestina (θηλ.ουσ)
crestomazia (θηλ.ουσ)
creta (θηλ.ουσ)
cretaceo (ουσ αρσ )
cretaceo (επίθ.)
cretese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cretinata (θηλ.ουσ)
cretineria (θηλ.ουσ)
cretinetti (ουσ αρσ )
cretinismo (ουσ αρσ )
cretino (ουσ αρσ )
cretino (επίθ.)
cretoso (επίθ.)
cribbio (επιφ.)
cribroso (επίθ.)
cric (ουσ αρσ )
cric (ονοματ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---