Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cresimàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kreziˈmare]

1 χρίζω
2 αναγορεύω
3 χρίω
4 επισφραγίζω
5 μυρώνω
6 επιχρίω

cresimàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kreziˈmarsi]

χρίομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cresimando creso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crescione (ουσ αρσ )
crescita (θηλ.ουσ)
cresciuto (επίθ.)
cresima (θηλ.ουσ)
cresimando (ουσ αρσ )
cresimare (ρ. μτβ.)
cresimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
creso (ουσ αρσ )
crespa (θηλ.ουσ)
crespato (επίθ.)
crespo (ουσ αρσ )
crespo (επίθ.)
cresta (θηλ.ουσ)
crestaia (θηλ.ουσ)
crestato (επίθ.)
crestina (θηλ.ουσ)
crestomazia (θηλ.ουσ)
creta (θηλ.ουσ)
cretaceo (ουσ αρσ )
cretaceo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---