Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrespàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kresˈpato] 1 ζαρωμένος 2 σουφρωμένος 3 τσαλακωμένος 4 τραγανιστός 5 ρυτιδωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |