Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcréspo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkrespo] κρεπ créspo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈkrespo] ζαρωμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |