Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcréspa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkrespa] 1 κυμάτωση 2 ζάρα 3 τσαλάκωμα 4 ρυτίδα (προσώπου) 5 μάζεμα 6 ζαρωματιά 7 ρυτίδωμα στην άμμο 8 κυματισμός μικρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |