créspa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkrespa]
1 κυμάτωση
2 ζάρα
3 τσαλάκωμα
4 ρυτίδα (προσώπου)
5 μάζεμα
6 ζαρωματιά
7 ρυτίδωμα στην άμμο
8 κυματισμός μικρός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkrespa]
1 κυμάτωση
2 ζάρα
3 τσαλάκωμα
4 ρυτίδα (προσώπου)
5 μάζεμα
6 ζαρωματιά
7 ρυτίδωμα στην άμμο
8 κυματισμός μικρός
permalink
crespa (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android