Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcréscita
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkreʃʃita] 1 πλήθυνση 2 πλήθεμα 3 τράνεμα 4 φύτρωμα 5 μεγάλωμα 6 αύξηση 7 ανάπτυξη 8 επέκταση 9 μεγέθυνση 10 εξάπλωση 11 εξέλιξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |