Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crescióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kreʃˈʃone]

1 νεροκάρδαμο
2 ναστούρτιο (φυτό)
3 ενυδροκάρδαμο το φαρμακευτικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crescere crescita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crescente (ουσ αρσ )
crescente (επίθ.)
crescenza (θηλ.ουσ)
crescere (ρ.αμτβ.)
crescere (ρ. μτβ.)
crescione (ουσ αρσ )
crescita (θηλ.ουσ)
cresciuto (επίθ.)
cresima (θηλ.ουσ)
cresimando (ουσ αρσ )
cresimare (ρ. μτβ.)
cresimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
creso (ουσ αρσ )
crespa (θηλ.ουσ)
crespato (επίθ.)
crespo (ουσ αρσ )
crespo (επίθ.)
cresta (θηλ.ουσ)
crestaia (θηλ.ουσ)
crestato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---