Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrescèndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kreʃˈʃɛndo] 1 με ενδυνάμωση (μουσική) 2 σταδιακό δυνάμωμα ήχου 3 μουσικό κομμάτι κρεσέντο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |