Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrepuscolàre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [krepuskoˈlare] 1 δυσδιάκριτος 2 αχνός 3 μισοφωτισμένος 4 αμυδρός 5 αδιόρατος 6 θαμπός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |