Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crèpito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrɛpito]

1 κροτάλισμα
2 τρίξιμο
3 τριγμός
4 τριζοβόλημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crepitio crepuscolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crepatura (θηλ.ουσ)
crêpe (θηλ.ουσ)
crepitare (ρ.αμτβ.)
crepitazione (θηλ.ουσ)
crepitio (ουσ αρσ )
crepito (ουσ αρσ )
crepuscolare (αρσ. επίθ και ουσ)
crepuscolarismo (ουσ αρσ )
crepuscolo (ουσ αρσ )
crescendo (ουσ αρσ )
crescente (ουσ αρσ )
crescente (επίθ.)
crescenza (θηλ.ουσ)
crescere (ρ.αμτβ.)
crescere (ρ. μτβ.)
crescione (ουσ αρσ )
crescita (θηλ.ουσ)
cresciuto (επίθ.)
cresima (θηλ.ουσ)
cresimando (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---