Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrepitìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [krepiˈtio] 1 κροτάλισμα 2 τριζοβόλημα 3 τρίξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |