Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

periòstio (ουσ αρσ ) periziàre (ρ. μτβ.)
periostìte (θηλ.ουσ) periziatóre (ουσ αρσ )
peripatètica (θηλ.ουσ) perizòma (ουσ αρσ )
peripatètico (αρσ. επίθ και ουσ) pèrla (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
peripezìa (θηλ.ουσ) perlàceo (επίθ.)
pèriplo, perìplo (ουσ αρσ ) perlàio (ουσ αρσ )
perìptero (επίθ.) perlàto (επίθ.)
perìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) perlìfero (επίθ.)
periscòpico (επίθ.) perlìna (θηλ.ουσ)
periscòpio (ουσ αρσ ) perlinàto (αρσ. επίθ και ουσ)
perispòmeno (επίθ.) perlìte (θηλ.ουσ)
perissodàttili (ουσ αρσ πληθ.) perloméno (επίρ.)
peristàlsi (θηλ.ουσ) perlopiù (επίρ.)
peristàltico (επίθ.) perlustràre (ρ. μτβ.)
peristìlio (ουσ αρσ ) perlustratóre (αρσ. επίθ και ουσ)
peritàle (επίθ.) perlustrazióne (θηλ.ουσ)
peritàrsi (ρ. μ. αμτβ.) permalosità (θηλ.ουσ)
perìto (ουσ αρσ ) permalóso (ουσ αρσ )
perìto (επίθ.) permalóso (επίθ.)
peritoneàle (επίθ.) permanènte (θηλ.ουσ)
peritonèo (ουσ αρσ ) permanènte (επίθ.)
peritonìte (θηλ.ουσ) permanenteménte (επίρ.)
perìttero (επίθ.) permanènza (θηλ.ουσ)
peritùro (επίθ.) permanére (ρ.αμτβ.)
perìzia (θηλ.ουσ) permanganàto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: