Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perentorietà (θηλ.ουσ) pèrfido (επίθ.)
perentòrio (επίθ.) perfìno (επίρ.)
perenzióne (θηλ.ουσ) perforàbile (επίθ.)
perequàre (ρ. μτβ.) perforaménto (ουσ αρσ )
perequatìvo (επίθ.) perforànte (αρσ. επίθ και ουσ)
perequazióne (θηλ.ουσ) perforàre (ρ. μτβ.)
perfettaménte (επίρ.) perforàto (αρσ. επίθ και ουσ)
perfettìbile (επίθ.) perforatóre (ουσ αρσ )
perfettibilità (θηλ.ουσ) perforatóre (επίθ.)
perfettìvo (αρσ. επίθ και ουσ) perforatrìce (θηλ.ουσ)
perfètto (ουσ αρσ ) perforatùra (θηλ.ουσ)
perfètto (επίθ.) perforazióne (θηλ.ουσ)
perfezionàbile (επίθ.) perfosfàto (ουσ αρσ )
perfezionabilità (θηλ.ουσ) perfusióne (θηλ.ουσ)
perfezionaménto (ουσ αρσ ) pergamèna (θηλ.ουσ)
perfezionàre (ρ. μτβ.) pergamenàceo (επίθ.)
perfezionarsi (ρ.μ. (αντων.)) pergamenàto (επίθ.)
perfezionatìvo (επίθ.) pèrgamo (ουσ αρσ )
perfezionatóre (αρσ. επίθ και ουσ) pèrgola (θηλ.ουσ)
perfezióne (θηλ.ουσ) pergolàto (ουσ αρσ )
perfezionìsmo (ουσ αρσ ) periadenìte (θηλ.ουσ)
perfezionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) periànzio (ουσ αρσ )
perfezionìstico (επίθ.) periarterìte (θηλ.ουσ)
perfidaménte (επίρ.) periartrìte (θηλ.ουσ)
perfìdia (θηλ.ουσ) periblèma (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: