Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

odoràto (ουσ αρσ ) offìcio (ουσ αρσ )
odoràto (επίθ.) officiosità (θηλ.ουσ)
odóre (ουσ αρσ ) officióso (επίθ.)
odorìfero (επίθ.) offrìre (ρ. μτβ.)
odorìno (ουσ αρσ ) offrirsi (ρ.μ. (αντων.))
odorizzàre (ρ. μτβ.) offset (αρσ. επίθ και ουσ)
odoróso (επίθ.) off–shore, offshore (αρσ. επίθ και ουσ)
Ofèlia (κύρ.όν. θηλ.) offuscaménto (ουσ αρσ )
ofelimità (θηλ.ουσ) offuscàre (ρ. μτβ.)
òffa (θηλ.ουσ) offuscarsi (ρ.μ. (αντων.))
offèndere (ρ. μτβ.) offuscàto (επίθ.)
offendìbile (επίθ.) offuscatóre (ουσ αρσ )
offensìva (θηλ.ουσ) offuscatóre (επίθ.)
offensìvo (επίθ.) oficlèide (ουσ αρσ )
offensóre (ουσ αρσ ) ofìdi (ουσ αρσ πληθ.)
offerènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) ofidìsmo (ουσ αρσ )
offèrta (θηλ.ουσ) ofiofago (ουσ αρσ )
offertòrio (ουσ αρσ ) ofiolatrìa (θηλ.ουσ)
offésa (θηλ.ουσ) ofiologìa (θηλ.ουσ)
offéso (αρσ. επίθ και ουσ) ofisàuro (ουσ αρσ )
office (ουσ αρσ ) ofìte (θηλ.ουσ)
officiànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) oftalmìa (θηλ.ουσ)
officiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) oftàlmico (επίθ.)
officìna (θηλ.ουσ) oftalmìte (θηλ.ουσ)
officinàle (επίθ.) oftalmologìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: