Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόodorìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [odoˈrino] 1 μυρωδιά 2 μοσχοβολιά 3 άρωμα 4 μύρο 5 ευοσμία 6 ευωδιά 7 μοσχοβόλημα 8 μοσκιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |