ItalianoGreco


offerènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [offeˈrɛnte]

1 συμμετέχων σε προσφορές
2 πλειοδότης
3 προσφέρων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---