Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoffèrta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ofˈfɛrta] 1 η προσφορά 2 (donazione) η δωρεά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin offerta = σε προσφορά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |