Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


officiànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [offiˈʧante]

1 ιερουργός
2 λειτουργός
3 χοροστατών
4 ιερουργών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  office officiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

offerta (θηλ.ουσ)
offertorio (ουσ αρσ )
offesa (θηλ.ουσ)
offeso (αρσ. επίθ και ουσ)
office (ουσ αρσ )
officiante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
officiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
officina (θηλ.ουσ)
officinale (επίθ.)
officio (ουσ αρσ )
officiosità (θηλ.ουσ)
officioso (επίθ.)
offrire (ρ. μτβ.)
offrirsi (ρ.μ. (αντων.))
offset (αρσ. επίθ και ουσ)
off–shore, offshore (αρσ. επίθ και ουσ)
offuscamento (ουσ αρσ )
offuscare (ρ. μτβ.)
offuscarsi (ρ.μ. (αντων.))
offuscato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---